Petit φοινικέλαιο:
Βώτριδα: [<αρχ. *βρώτις ή ε'υρωτίδα < ε'υρώς (= υγρασία, μούχλα)·
κατ' άλλους πιθανόν από *βρώτις < βιβρώσκω]
(βώτριδα σε αγρανάπαυση)